ὄνος

ὄνος
ὄνος, ου (Hom.+; loanw. in rabb.), and (domesticated) ass, donkey (male or female) πῶλος ὄνου colt of an ass J 12:15 (Just., A I, 32, 6). W. πῶλος Mt 21:2 (Iambl. Erot. p. 222, 38 εὑρόντες ὄνους δύο), 5, 7 (KPieper, Zum Einzug Jesu in Jerusalem: BZ 11, 1913, 397–402; FVogel, Mt 21:1–11: Blätter für d. Bayerische Gymnasialschulwesen 59, 1923, 212f; ELittmann, ZNW 34, ’35, 28; CSmith, The Horse and the Ass in the Bible: ATR 27, ’45, 86–97; W-S. §27, 3c; s. JSauer s.v. κάμηλος). W. βοῦς (Is 1:3) Lk 13:15; 14:5 v.l. ὄνῳ καθίσαντες αὐτόν ἤγαγον εἰς τὴν πόλιν they set (Polycarp) on an ass and led him into the city MPol 8:1. ἔστρωσεν τὸν ὄν. he saddled his ass GJs 17:2. κατάγαγέ με ἀπὸ τοῦ ὄνου take me down from the ass 17:3.—B. 172. DELG. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄνος — white chested masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνος — ονος white chested masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • Ὄνος λύρας. — (ἀκούων). См. Смыслен, как осел к волынке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄνος λύρας ἔκουε καὶ σαλπύγγος ὕς. — См. Смыслен, как осел к волынке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄνος τίς ὦτα κινῶν. — См. Хлопать ушами …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. — ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα). См. Смыслен, как осел к волынке. ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. См. Хлопать ушами …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Υπεριονίων — ονος, ὁ, Α πατρων. ο γιος τού Υπερίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + επίθημα ίων (πρβλ. Δαρδαν ίων: Δάρδανος)] …   Dictionary of Greek

  • αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το …   Dictionary of Greek

  • λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”